- καλύδριον
- κᾰλύδριον, τό, Dim. of κάλως,A small cable, BCH29.543 (Delos, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλύδριον — καλύδριον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κάλως) μικρός κάλως, μικρό σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. ξιφ ύδριον, σκελ ύδριον)] … Dictionary of Greek